χασμωδίας

χασμωδίας
χασμωδίᾱς , χασμωδία
hiatus
fem acc pl
χασμωδίᾱς , χασμωδία
hiatus
fem gen sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • -κις — (AM κις, Α λακων. τ. κιν) κατάληξη επιρρημάτων που δηλώνουν συχνότητα. Αρχικά απαντά στον τ. πολλά κις* (που αντιστοιχεί μορφολογικά και σημασιολογικά ακριβώς προς τον αρχ. ινδ. purũ ciό, από τον οποίο επεκτάθηκε και σε άλλα επιρρ. (συχνάκις,… …   Dictionary of Greek

  • αλωή — ἀλωή, η (Α) (επικός και μεταγενέστερος τύπος ἀλωά, πρβλ. αττ. τύπο ἅλως) 1. το αλώνι 2. έκταση φυτεμένη με αμπέλια, αμπελώνας 3. οποιαδήποτε καλλιεργημένη έκταση, κήπος, φυτεία 4. φωτεινός κύκλος γύρω από τον ήλιο ή το φεγγάρι, «άλως», «αλώνι» 5 …   Dictionary of Greek

  • αν — (I) ἄν (Α) (επ. αιολ. και θεσσ. κε(ν), δωρ. και βοιωτ. κα) δυνητ. μόριο που χρησιμοποιείται με ρήματα, για να δηλώσει ότι κάτι υπάρχει ή συμβαίνει υπό ορισμένες περιστάσεις ή προϋποθέσεις παρουσιάζει ποικίλη χρήση και γι αυτό δεν είναι δυνατόν να …   Dictionary of Greek

  • διαπρύσιος — α, ο (AM διαπρύσιος, α, ον) αυτός που υπερασπίζεται ζωηρά κάτι, ένθερμος υποστηρικτής («διαπρύσιος κήρυξ») αρχ. 1. διαπεραστικός, οξύς 2. αυτός που έχει διαπεραστική φωνή. [ΕΤΥΜΟΛ. Αρχαία σύνθετη λ. η οποία στο β συνθετικό παρουσιάζει μορφολογική …   Dictionary of Greek

  • ιόνιος — ο (ΑΜ ιόνιος, ία, ον) νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο Ιόνιο πέλαγος ή στα Ιόνια νησιά, επτανησιακός («Ιόνιος Ακαδημία») 2. το αρσ. και θηλ. ως ουσ. ο ιόνιος, η ιόνιος ο κάτοικος τών Ιόνιων νησιών ή αυτός που κατάγεται από τα Ιόνια… …   Dictionary of Greek

  • κοντοουραδάτος — κοντοουραδάτος, η, ο (Μ) αυτός πού έχει κοντή ουρά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοντ(ο) * + οὐραδάτος (< ούρα) + φωνήεν δ προς αποφυγή χασμωδίας + κατάλ. άτος (πρβλ. μεσ άτος, χνουδ άτος)] …   Dictionary of Greek

  • κρούω — (AM κρούω) 1. χτυπώ, πλήττω (α. «κρούσας δέ πλευρά», Ευρ. β. «κρούειν δὲ τοῑς ποσὶ τὴν γῆν ἐφ ἧς βεβηκότες ἧσαν», Αρρ.) 2. πλήττω τις χορδές έγχορδου μουσικού οργάνου ή, γενικά, παίζω μουσικό όργανο («ψῆλαι καὶ κρούειν τῷ πλήκτρῳ», Πλάτ.) νεοελλ …   Dictionary of Greek

  • ορώ — άω (ΑΜ ὁρῶ, άω, Α επικ. τ. ὁρόω, ιων. τ. ὁρέω, αιολ. τ. ὄρημι) 1. βλέπω, θωρώ, κοιτάζω («ἔστι δίκης ὀφθαλμός, ὅς τὰ πάνθ ὁρᾱ», Μέν.) 2. (το παθ.) ορώμαι είμαι ορατός, είμαι θεατός, φαίνομαι, διακρίνομαι αρχ. 1. έχω την όρασή μου, έχω τα μάτια μου …   Dictionary of Greek

  • συνοδίτης — ο, ΝΜΑ νεοελλ. φρ. «συνοδίτης φθόγγος» γλωσσ. φθόγγος που χρησιμοποιείται με σκοπό την ευφωνία και τον περιορισμό τής χασμωδίας μέσω τής ανάπτυξης, όπως λ.χ. στις λέξεις τραγούδιjα = τραγούδγια, καλοκαίριjα = καλοκαίργια, κορίτσιjα = κορίτσχια… …   Dictionary of Greek

  • τρις — τρίς, ΝΜΑ επίρρ. τρεις φορές (α. «καταδικάστηκε τρις εις θάνατον» β. «ἐν ταύτῃ τῇ νυκτὶ πρὶν ἀλέκτορα φωνῆσαι τρὶς ἀπαρνήσῃ με», ΚΔ. γ. «νῦν γὰρ πάρεστι καὶ δὶς αἰάζειν ἐμοὶ και τρίς», Αριστοφ.) αρχ. 1. φρ. α) «ἐς τρίς» ή «ἐπὶ τρίς» ώς τρεις… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”